καμινίου

καμινίου
καμίνιον
neut gen sg
καμίνιος
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καμίνιασμα — το [καμινιάζω] 1. η κατάλληλη τοποθέτηση υλικού στο εσωτερικό τού καμινιού, π.χ. κορμών δέντρων ή ασβεστολίθων για την παρασκευή ξυλανθράκων ή ασβέστη 2. το καμίνευμα* …   Dictionary of Greek

  • καμινάρης — (I) και καμινάς, ο (Μ καμινάρης) αυτός που εργάζεται σε καμίνι, εργάτης, καμινιού, καμινευτής μσν. αυτός που ανάβει το καμίνι τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμίνι + κατάλ. άρης*]. (II) ο (Μ καμινάρης) το αξίωμα που είχε ο επί τού φόρου τών… …   Dictionary of Greek

  • καμινίων — καμινίων, ωνος, ὁ (Α) επιγρ. ο επιστάτης τού καμινιού, τού κλιβάνου, αξίωμα στα γυμναστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού καμινεύς] …   Dictionary of Greek

  • καμινευτής — ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης αρχ. επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια τής Ιταλίας …   Dictionary of Greek

  • καμινιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 93 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 53 χλμ. Β της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Ζαγορίου. Μετά το 1991 ονομάστηκε Ανθρακίτης. * * …   Dictionary of Greek

  • καμινιαίος — καμινιαῑος και δ. γρφ. καμιναῑος, αία, ον (AM) αυτός που αναφέρεται στο καμίνι, καμινευτικός, τού καμινιού «καμινιαία αἰθάλη», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. κάμινος + ιαίος, αντί καμιναίος] …   Dictionary of Greek

  • καύστης — καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) [καίω] 1. αυτός που φλέγει, που καίει 2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.) 3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης …   Dictionary of Greek

  • Θανάτου, Κοιλάδα του- — (Death Valley). Βαθύ τεκτονικό ρήγμα στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια των ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα Καλιφόρνια και Νεβάδα. Εκτείνεται από τα Β προς τα Ν σε μήκος περίπου 225 χλμ., ενώ το πλάτος της κυμαίνεται από 6 έως 26 χλμ. Πλαισιώνεται από τις… …   Dictionary of Greek

  • καμινευτής — ο εργάτης του καμινιού, θερμαστής: Κάποτε ήταν καμινευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμινιά — η το περιεχόμενο ενός καμινιού ή ό,τι βγάζει το καμίνι κάθε φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”